- πολύβροχος
- πολύ-βροχος, (1) stark benetzt; (2) mit vielen Stricken
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
πολύβροχος — (I) ον, Α πολύ υγρός, πολύ βρεγμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + βροχος (< βρέχω), πρβλ. ημί βροχος]. (II) ον, Α 1. αυτός που αποτελείται από πολλούς βρόχους, από πολλές θηλειές 2. πολύπλοκος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + βρόχος «θηλειά, κόμπος» (πρβλ.… … Dictionary of Greek
πολύβροχον — πολύβροχος freshly infused several times masc/fem acc sg πολύβροχος freshly infused several times neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολύβροχ' — πολύβροχα , πολύβροχος freshly infused several times neut nom/voc/acc pl πολύβροχε , πολύβροχος freshly infused several times masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βρόχος — ο (AM βρόχος) 1. θηλιά που χρησιμοποιείται σαν αγχόνη 2. παγίδα για πουλιά. [ΕΤΥΜΟΛ. Στην ύπαρξη τ. μόροττον «εκ φλοιού πλέγμα τι, ῳ έτυπτον αλλήλους τοις Δημητρίοις» (Ησύχ.) στηρίζεται η υπόθεση της αναγωγής του βρόχος σε τ. *μρόχος (>… … Dictionary of Greek